Της Καλλιόπης ΜΥΡΙΣΙΩΤΗ
Για άλλη μια φορά, η Ελλάδα τυλίγεται στις φλόγες. Από άκρη σε άκρη, οι ίδιες εικόνες: καμένα δάση, καμένα σπίτια, άνθρωποι που εγκαταλείπουν τα χωριά τους μέσα στον πανικό. Και για άλλη μια φορά, το κράτος εμφανίζεται γυμνό. Ούτε σοβαρά μέτρα πρόληψης, ούτε επαρκής στόλος εναέριων μέσων, ούτε ενισχυμένη πυροσβεστική, ούτε έγκαιρες επενδύσεις στην προστασία της ζωής και της φύσης. Μόνο έκτακτες ανακοινώσεις, διαρκή «εντολή εκκένωσης» και την ευχή «να γλιτώσετε».
Κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα είμαστε στο ίδιο έργο θεατές. Η φωτιά ξεκινά, η πολιτεία αιφνιδιάζεται «για πρώτη φορά στα χρονικά», οι κάμερες γεμίζουν με πύρινες εικόνες, και το μήνυμα εκκένωσης σκάει στο κινητό σαν να είναι προσφορά από delivery. «ΕΚΚΕΝΩΣΤΕ» μεταφραζόμενο σε: «Φύγετε, γιατί εμείς δεν μπορούμε να σας προστατεύσουμε».
Και αυτά τα λόγια φέρνουν χιλιάδες ανθρώπους αντιμέτωπους με το πιο δύσκολο ερώτημα: «Τι παίρνω μαζί μου;». Είναι η στιγμή που όλα όσα θεωρούμε δεδομένα μπαίνουν στο ζύγι, και καταλαβαίνουμε ότι ο χρόνος είναι λίγος, η απώλεια πιθανή, και η ουσία της ζωής μας χωράει σε δύο χέρια.
Το σκηνικό θυμίζει τον Αινεία της Τροίας. Μετά την άλωση και τη λεηλασία της Τροίας, ο Αινείας με μερικούς Τρώες (που έγιναν γνωστοί ως «Αινειάδες») εξακολούθησαν να αμύνονται σε κάποια συνοικία της πόλης, ώσπου οι Αχαιοί τους διεμήνυσαν ότι τους δέχονται «υποσπόνδους», δηλαδή ύστερα από συμφωνία να αποχωρήσουν ανενόχλητοι, με την άδεια να πάρουν ο καθένας τους ό,τι μπορούσε να σηκώσει στα χέρια του από την περιουσία του. Και ενώ όλοι οι άλλοι γέμισαν και πήραν σακιά με χρυσάφι, ασήμι, κοσμήματα, χρήματα, κλπ., ο Αινείας σήκωσε στους ώμους του τον γέροντα και ανήμπορο πατέρα του, τον Αγχίση, και τον μετέφερε έξω από την πόλη. Τότε οι Αχαιοί, θαυμάζοντας την πράξη του αυτή, του επέτρεψαν να πάρει ελεύθερα και ό,τι άλλο ήθελε από το σπίτι τους. Αλλά εκείνος και πάλι δεν προτίμησε τίποτα άλλο από το βωμό- την εστία και τα ιερά ξόανα των θεών.
Η ιστορία είναι συμβολική: ο Αινείας έσωσε πρώτα αυτό που κρατά τον λαό ενωμένο, την οικογένεια και μετά τα υλικά αγαθά.
Στη σημερινή Ελλάδα, οι πολίτες δεν έχουν την πολυτέλεια ούτε αυτής της ιεράρχησης. Δεν υπάρχει «βωμός» να πάρουν, γιατί η πολιτεία δεν φρόντισε να τον προστατεύσει. Δεν υπάρχει σιγουριά ότι θα προλάβουν να σηκώσουν στους ώμους τον γέροντα πατέρα τους, γιατί οι δρόμοι διαφυγής και οι συντονισμένες επιχειρήσεις είναι ανύπαρκτες. Η ίδια η ζωή τους μπαίνει στον κίνδυνο που θα έπρεπε το κράτος να αποτρέπει.
Και ενώ οι φλόγες καταπίνουν βουνά, χωριά , περιουσίες και μνήμες, οι υπεύθυνοι μιλούν για «ακραία φαινόμενα» λες και οι δεκαετίες αμέλειας δεν έπαιξαν κανέναν ρόλο. Στην πραγματικότητα, η φωτιά δεν είναι μόνο φυσικό φαινόμενο· είναι και πολιτικό. Είναι το αποτέλεσμα μιας χρόνιας αδιαφορίας που καίει κάθε χρόνο τη χώρα μας, αφήνοντας τους πολίτες να διαλέγουν τι θα πάρουν μαζί τους την ώρα που η πολιτεία δεν παίρνει ποτέ μαζί της το μάθημα. Οι πολιτικοί υπεύθυνοι δεν εμπνέουν καμία υπευθυνότητα παρά εμπνέουν μόνο μια απορία: πόσες φορές πρέπει να καούμε για να σβήσει η αλαζονεία τους;
Η Τροία χάθηκε για πάντα. Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να παίζει με την ίδια μοίρα.



