Από την επιστημονική ομάδα της ΕΛΕΠΑΠ Αγρινίου…
«Αν το παιδί δεν μπορεί να μάθει με τον τρόπο που το διδάσκουμε,
τότε πρέπει να το διδάξουμε με τον τρόπο που μπορεί να μάθει»
ΜΑΡΙΑ ΜΟΝΤΕΣΣΟΡΙ
Κάποτε τα παιδιά που δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις του σχολείου χαρακτηρίζονταν «έξυπνα αλλά τεμπέλικα» ή «αδιάφορα για τα μαθήματα». Οι δυσκολίες που συναντούσαν στη μάθηση θεωρούνταν φυσική συνέπεια του γεγονότος ότι όλοι οι άνθρωποι δεν είναι το ίδιο ικανοί. Η άποψη αυτή ενοχοποιούσε το ίδιο το άτομο για την αποτυχία του, με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη του από το εκπαιδευτικό σύστημα και την μετέπειτα επαγγελματική και προσωπική του δυσλειτουργία. Η σύγχρονη αντίληψη αναγνωρίζει ότι αυτά τα παιδιά δεν μαθαίνουν όπως οι συμμαθητές τους, όχι γιατί δε διαβάζουν, αλλά διότι λόγω ειδικών μαθησιακών δυσκολιών χρειάζονται εναλλακτικές μεθόδους και προσεγγίσεις εκμάθησης.
Σύμφωνα με τον ορισμό που είναι περισσότερο αποδεκτός από την επιστημονική κοινότητα σήμερα, «οι Μαθησιακές δυσκολίες είναι ένας γενικός όρος που αναφέρεται σε μια ανομοιογενή ομάδα διαταραχών οι οποίες εκδηλώνονται με σημαντικές δυσκολίες στην πρόσκτηση και χρήση ικανοτήτων ακρόασης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής, συλλογισμού ή ικανότητας μαθηματικής. Οι διαταραχές αυτές είναι εγγενείς στο άτομο, αποδίδονται σε δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος και μπορεί να υπάρχουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Προβλήματα σε συμπεριφορές αυτοελέγχου, κοινωνικής αντίληψης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης μπορεί να συνυπάρχουν με τις μαθησιακές δυσκολίες, αλλά δεν συνιστούν από μόνα τους τέτοιες. Αν και οι μαθησιακές δυσκολίες μπορεί να εμφανίζονται με άλλες συνθήκες ανεπάρκειας (π.χ. νοητική καθυστέρηση, συναισθηματική διαταραχή, αισθητηριακή βλάβη) ή με εξωτερικές επιδράσεις, όπως οι πολιτισμικές διαφορές ή η ανεπαρκή / ακατάλληλη διδασκαλία, δεν είναι το άμεσο αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων ή επιδράσεων (Hammill, 1990)»
Οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες μπορεί να εμφανίζουν ορισμένα ή όλα τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στον ορισμό του Hammill. Ωστόσο, υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά που απαντώνται σε μικρό ή μεγάλο βαθμό στα περισσότερα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες. Τα γενικά αυτά χαρακτηριστικά θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού προγράμματος παρέμβασης το οποίο θα διέπεται από τις εξής βασικές αρχές:
-
Αξιολόγηση παιδιού από ειδική διαγνωστική ομάδα και κατόπιν επιλογή κατάλληλου διδακτικοθεραπευτικού προγράμματος, προσαρμοσμένο στις δυνατότητες, τις ελλείψεις αλλά και τα ενδιαφέροντα του παιδιού.
-
Σαφής και μετρήσιμη στοχοθεσία του προγράμματος, ώστε να είναι εφικτή η αξιολόγηση του.
-
Υποστήριξη του μαθητή και της οικογένειας του από διεπιστημονική ομάδα.
-
Διαρκής αξιολόγηση του εξατομικευμένου προγράμματος με δυνατότητα τροποποίησης ανάλογα με την πρόοδο του μαθητή.